- πρέσβευμα
- -ατος, τὸ, Α [πρεσβεύω]1. πρεσβευτής2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία3. αποστολή πρέσβεων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρέσβευμα — ambassador neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύμασι — πρέσβευμα ambassador neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύμαθ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύματ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβος — εος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πρέσβευμα*. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος] … Dictionary of Greek